συνακτήριος

συνακτήριος
-ία, -ον, Μ
1. αυτός που καλεί σε σύναξη, σε συνάθροιση («τῶν τῆς ἐκκλησίας συνακτηρίων κωδώνων», Παχυμ. Γ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνακτήριον
α) τόπος συγκέντρωσης
β) τόπος προσευχής, ευκτήριος οίκος
γ) σύναξη, σύνολο συγκεντρωμένων ανθρώπων
δ) μτφ. (για την Θεοτόκο) δεσμός που συγκρατεί από το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνάγω + επίθημα -τήριος (πρβλ. διδακ-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”